ἀπειλητήρ

ἀπειλητήρ
ἀπειλητήρ
threatener
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απειλητήρ — ἀπειλητήρ ( ῆρος), ο (Α) κομπαστής, καυχησιάρης …   Dictionary of Greek

  • ἀπειλητῆρα — ἀπειλητήρ threatener masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητῆρας — ἀπειλητήρ threatener masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητῆρες — ἀπειλητήρ threatener masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητῆρι — ἀπειλητήρ threatener masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειλητῆρος — ἀπειλητήρ threatener masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απειλητής — ἀπειλητής, ο (Α) ο απειλητήρ …   Dictionary of Greek

  • απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”